- σιτόσπαρτος
- [ситоспартос] εκ. засеянный зерновыми культурами.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
σιτόσπαρτος — η, ο, Ν (για τόπο) σπαρμένος με σιτάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίτος + σπαρτος (< σπαρτός < σπείρω), πρβλ. ανθό σπαρτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… … Dictionary of Greek
σιτόσπορος — ον, Α σιτόσπαρτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + σπορος (< σπόρος < σπείρω), πρβλ. μηλό σπορος] … Dictionary of Greek